- κηρογένη
- ηγεωλ. πολυσύνθετο μίγμα μεγαλομοριακών ενώσεων που περιέχουν κυρίως υδρογόνο και άνθρακα, καθώς και οξυγόνο, άζωτο και θείο, αλλ. κηροβιτουμένιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηροβιτουμένιο — το βλ. κηρογένη … Dictionary of Greek